- μεταβῶ
- μεταβαίνωpass overaor subj act 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αναχωρώ — (AM ἀναχωρῶ, έω) απομακρύνομαι, φεύγω από κάπου για να πάω σε άλλον τόπο, αποχωρώ από κάπου για να μεταβώ αλλού, ξεκινώ μσν. παραμερίζω, αφήνω σε κάποιον το προβάδισμα αρχ. μσν. 1. αποχωρώ, αποσύρομαι 2. απομακρύνομαι από την κοινωνική ζωή για να … Dictionary of Greek
κοπιάζω — ίασα και κόπιασα 1. καταβάλλω κόπο, κουράζομαι: Κοπιάζει πολύ σ αυτή τη δουλειά. 2. κάνω τον κόπο να μεταβώ κάπου: Κοπιάστε μέσα να σας φιλέψουμε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)